υμνωδός

υμνωδός
υμνωδός (ο / η)
певчий, псалмопевец, см. ψαλμωδός, ψάλτης

Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "υμνωδός" в других словарях:

  • ὑμνῳδός — singing hymns masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υμνωδός — ο 1. ο ψαλμωδός, ο συνθέτης εκκλησιαστικών ασμάτων, ο υμνωδός. 2. ο υμνογράφος (βλ. λ.): Ρωμανός ο υμνωδός. 3. αυτός που επαινεί, ο εγκωμιαστής: Οι φιλέλληνες είναι υμνωδοί της Ελλάδας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υμνωδός — ο, η / ὑμνῳδός, όν, ΝΜΑ, και αρσ. ὑμναοιδός, ὁ, Α αυτός που άδει εγκωμιαστικούς ύμνους νεοελλ. 1. αυτός που συνθέτει εκκλησιαστικούς ύμνους, υμνογράφος, ψαλμωδός·2. εγκωμιαστής αρχ. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ὑμνῳδοί άτομα που έψαλλαν ύμνους και… …   Dictionary of Greek

  • ὑμνῳδόν — ὑμνῳδός singing hymns masc/fem acc sg ὑμνῳδός singing hymns neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑμνωιδούς — ὑμνῳδός singing hymns masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑμνωιδός — ὑμνῳδός singing hymns masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑμνῳδοί — ὑμνῳδός singing hymns masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑμνῳδούς — ὑμνῳδός singing hymns masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑμνῳδῷ — ὑμνῳδός singing hymns masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • May 8 (Eastern Orthodox liturgics) — May 7 Eastern Orthodox Church calendar May 9 All fixed commemorations below celebrated on May 21 by Old Calendarists Contents 1 Saints 1.1 Other commemorations 2 Notes …   Wikipedia

  • певец — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  (ὑμνῷδός) воспевающий или прославляющий кого либо; (μεχῳδός) певец …   Словарь церковнославянского языка


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»